- μανές
- οβλ. αμανές.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
αποχωρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. βάζω χωριστά κάτι από κάποιο άλλο: Τ αρνιά είχαν μεγαλώσει αρκετά κι έπρεπε να τ αποχωρίσουν από τις μάνες τους. 2. το μέσ., αποχωρίζομαι φεύγω κι αφήνω κάποιον με τον οποίο ήμουν συνδεμένος, ζούσα μαζί του: Ήταν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάνα — η πληθ. μάνες και μανάδες, η μητέρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)